- επιδαψίλευση
- ηη πλουσιοπάροχη χορήγηση πράγματος σε κάποιον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιδαψίλευση — η [επιδαψιλεύω] άφθονη παροχή, πλουσιοπάροχη χορηγία … Dictionary of Greek
ἐπιδαψιλεύσῃ — ἐπιδαψιλεύομαι aor subj mp 2nd sg ἐπιδαψιλεύομαι fut ind mp 2nd sg ἐπιδαψιλεύω abound aor subj mid 2nd sg ἐπιδαψιλεύω abound aor subj act 3rd sg ἐπιδαψιλεύω abound fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)